12.11.12

53rd Thessaloniki Film Festival - The Verdict Pt. 2


After Lucia, του Michel Franco

Επιβεβαιώνοντας τη φήμη του ως μια από τις πιο προκλητικές ταινίες της χρονιάς, το “After Lucia” του Μισέλ Φράνκο έκανε την πρεμιέρα του σε ελληνικό έδαφος. Κινηματογραφική εμπειρία – χαστούκι, με έναν πατέρα και μια έφηβη κόρη, να αφήνουν την πόλη τους, τη Βαγιάρτα, και να προσπαθούν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στην Πόλη του Μεξικό, μετά το θάνατο της συζύγου-μητέρας τους σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Εκεί, η Αλεχάντρα (η κόρη) θα κάνει γρήγορα καινούργιους φίλους, αλλά έπειτα από μια εκδρομή που θα πάνε όλοι μαζί, ένας κύκλος βίας ξεκινά και βρίσκει την Αλεχάντρα στο κέντρο του.

Η κάμερα του Michel Franco καταγράφει με ανατριχιαστική ψυχραιμία μια σειρά από τρομερά βίαια περιστατικά, με οδηγό τις εξαιρετικές ερμηνείες της Tessa Ia στο ρόλο της ανυπεράσπιστης μαθήτριας που πέφτει θύμα ακραίας βίας από τους συμμαθητές της και του Hernán Mendoza στο ρόλο του πατέρας της που προσπαθεί να ξεπεράσει τον χαμό της συζύγου του. Το “After Lucia” αιτιολογεί το hype και τις βραβεύσεις του γιατί είναι μια ταινία ειλικρινής που σε υποβάλλει με την ικανότητα της να ξεδιπλώνει τόσο ωμά την άσχημη πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Οι εκρήξεις του πατέρα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την υποταγή της κόρης που μοιάζει αδύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στο αποτρόπαιο bullying των συμμαθητών της, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να δημιουργήσει μια προστατευτική ασπίδα γύρω από τον πατέρα της που δυσκολεύεται να δεχτεί τη νέα οικογενειακή κατάσταση. Ψυχοφθόρο από το πρώτη της λεπτό μέχρι και το τελευταίο, καταφέρνει με μια λιτή αφήγηση να δημιουργήσει ένα εκρηκτικό κλίμα κατάθλιψης και πόνου που σε κρατάει στην τσίτα μέχρι το σοκαριστικό φινάλε.

7,5/10

No, του Pablo Larrain

Με έντονη 80s αισθητική, τόσα καλλιτεχνικά όσο και από άποψη ποιότητας εικόνας, το “Νο” του Pablo Larrain, η ταινία γύρω από το δημοψήφισμα κατά της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή, αποτυπώνει με τσαγανό και ρεαλιστικότητα τις συνθήκες της εποχής και κατευθύνεται με κεκτημένη ταχύτητα προς τις υποψηφιότητες των Όσκαρ. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ υποδύεται ένα νεαρό διαφημιστή, τον Ρενέ Σααβέδρα, που αναλαμβάνει την διαφημιστική καμπάνια κατά της δικτατορίας. Με 15 λεπτά τηλεοπτικό χρόνο στα χέρια του, ο Ρενέ Σααβέδρα προσπαθεί να δημιουργήσει μια ριζοσπαστική καμπάνια που θα οδηγήσει στην ανατροπή του Πινοσέτ, ξεφεύγοντας από κλισέ επιλογές και προσεγγίζοντας τη διαφήμιση του με όσο το δυνατόν πιο εύθυμο τρόπο γίνεται, ενώ παράλληλα βρίσκεται υπό τη διαρκή παρακολούθηση των φανατικών του Πινοσέτ που απειλούν τη ζωή του ιδίου και του γιου του.

Με καθοδηγητή του το θεατρικό έργο “Το δημοψήφισμα”, του Αντόνιο Σκάρμετα, ο Λαραϊν αφηγείται μια ιστορία που μοιάζει αρκετά επίκαιρη καθώς θίγει οικουμενικά ζητήματα όπως η λογοκρισία και η αστυνομική βία. Χωρίς κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία στην εξιστόρηση του, φέρνει τον πρωταγωνιστή αντιμέτωπο με τους πάντες (το αφεντικό του, που δουλεύει στην καμπάνια υπέρ του Πινοσέτ, τους συνεργάτες του, που θεωρούν ότι η καμπάνια δεν πρέπει να είναι βασισμένη πάνω στην “ευτυχία που έρχεται” αλλά στις κτηνωδίες του δικτάτορα τους, τη μητέρα του παιδιού του, που παρότι πρωτοστατεί στις πορείες κατά του καθεστώτος θεωρεί τον κόπο του άδικο καθώς, κατ’ αυτήν, το δημοψήφισμα είναι στημένο), παίρνει υλικό αρχείου και το προσθέτει στο παρόμοιας αισθητικής σύνολο, μεταφέροντας τον θεατή με απόλυτη επιτυχία στην εποχή και κρατάει την κάμερα στο χέρι δίνοντας μια αίσθηση ντοκιμαντέρ που κάνει την εμπειρία ακόμα πιο έντονη. Πολύ καλή δουλειά που θα μας απασχολήσει αρκετά στα βραβεία του χειμώνα, μιας και το σαφές πολιτικό της μήνυμα ταιριάζει γάντι στην εποχή μας.

7,5/10

Lore, της Cate Shortland

Να μια ταινία που περίμενα να μ' αρέσει πολύ αλλά τελικά με εκνεύρισε. Από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις του φετινού Φεστιβάλ, τα “Παιδιά του Πολέμου”, η πρόταση της Αυστραλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, είναι ένα εξαντλητικά βαρετό δράμα γύρω από πέντε τρομακτικά κακομαθημένα και εκνευριστικά μούλικα που προσπαθούν να φτάσουν στο σπίτι της γιαγιάς τους αμέσως μετά την πτώση του Χίτλερ. Οι ναζιστές γονείς τους φυλακίζονται και έτσι η Λόρε, η μεγάλη αδερφή της οικογένειας, αναλαμβάνει να τους μεταφέρει με ασφάλεια, μέχρι την άλλη άκρη της ρημαγμένης από τον πόλεμο Γερμανίας. Κακό ψόφο να χουν τα σκατόμωρα!

Πως γίνεται να δεθείς με μια ιστορία και να πονέσεις για τους χαρακτήρες της όταν το σενάριο δεν σου έχει δώσει ποτέ την ευκαιρία να τους συμπαθήσεις, όταν τους προσεγγίζει τόσο επιφανειακά; Ειδικά όταν, λόγω θεματολογίας, οι χαρακτήρες είναι το πιο βασικό κομμάτι της ιστορίας σου. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται ουσιαστικά για αντιήρωες, για τους γόνους των κακών της υπόθεσης! Μηδενικό συναίσθημα. Κρίμα που ένα τόσο ωραίο θέμα υπήρξε θύμα μιας τόσο χλιαρής εκτέλεσης. Σε αυτό φυσικά δεν βοηθάει ούτε η κουραστική, εφετζίδικη σκηνοθεσία, γεμάτη κοντινά σε πόδια, χέρια, μάτια, μύτες, στόματα, ούτε η φθηνιάρικη εμμονή με τη βία (πόσα close up σε σκισμένα από βιασμό μπούτια να αντέξεις πια!), ούτε η μονότονη μουσική του Max Richter.

2,5/10


I am not a hipster, του Destin Cretton


O Μπρουκ είναι ένας ταλαντούχος και απόλυτα χίπστερ ίντι τραγουδιστής που προσπαθεί να κάνει καριέρα στο Σαν Ντιέγκο. Σε μια περίοδο μίνι κατάθλιψης και δημιουργικού μπλοκαρίσματος, θα τον επισκεφτούν οι τρεις αδερφές του και ο πατέρας του,  ξύνοντας πληγές του παρελθόντος.

Διασκεδαστικό αλλά και λίγο κλαψιάρικο το “I am not a hipster” που έκανε την πρεμιέρα του εκτός Αμερικής στο 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Όσο και αν αποποιείται τον όρο χίπστερ ο τίτλος της όμως, άλλο τόσο χίπστερ είναι εν τέλει η ταινία και παρότι προσπαθεί να αυτοσαρκαστεί και να δει με κάπως πιο κριτικό μάτι την χίπστερ κοινότητα, εν τέλει καταλήγει σκέτη ποζεριά. Το “I am not a hipster” ξεκινάει πολύ καλά, διασκεδαστικά όσο και μελαγχολικά, με άφθονο χιούμορ και τρομερές μουσικές, μέχρι που από ένα σημείο και έπειτα παίρνει μια απότομη δραματική τροπή που φωνάζει κλισέ και cheesiness. Παραμένει, ωστόσο, ενδιαφέρουσα μέχρι και το φινάλε της, κυρίως λόγο των ιδιόμορφων χαρακτήρων, του καλού χιούμορ της και του πραγματικά εξαίσιου soundtrack.

6/10


Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού, του Έκτορα Λυγίζου

Η Οδύσσεια ενός 23χρονου αγοριού αρκετά περήφανου για να δεχτεί βοήθεια παρότι την έχει τρομερή ανάγκη, που παλεύει να επιβιώσει χωρίς τροφή και λεφτά στη σύγχρονη Αθήνα, ενώ παράλληλα προσπαθεί να κρατήσει στη ζωή και το καναρίνι του. Η ταινία είναι βασισμένη στην «Πείνα», το διασημότερο μυθιστόρημα του Νορβηγού συγγραφέα Κνουτ Χάμσουν.

Είναι αλήθεια άξιο θαυμασμού πως κατάφερε ο Λυγίζος, με τόσο λίγα λόγια και μονάχα ένα άτομο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, να γεμίσει την οθόνη με τόση ένταση. Τα εύσημα βέβαια δεν πηγαίνουν τόσο σε αυτόν όσο στην αψεγάδιαστη ερμηνεία του πρωταγωνιστή Γιάννη Παπαδόπουλο, που παίρνει ουσιαστικά ολόκληρη την ταινία στους ώμους του. “Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού” είναι σα μια συνεχόμενη υποκριτική άσκηση. Με κάμερα στο χέρι και κοντινά πλάνα στο πρόσωπο και το σώμα του πρωταγωνιστή του, ο Λυγίζος ξεγυμνώνει, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, το περήφανο, πεινασμένο αγόρι, ακολουθώντας πιστά την καθημερινότητά του και καθοδηγώντας τον με έναν σχεδόν "χορευτικό" τρόπο μέσα στο χώρο. Ο Παπαδόπουλος, φέρνει το σώμα του σε απόλυτη αρμονία με την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση του χαρακτήρα του, πεινάει, παλεύει, ξεσπάει, λυγίζει, καυλώνει, πονάει, κάνει την οθόνη να πάλλεται με την εκφραστικότητα του. Ωμός ρεαλισμός που σοκάρει και μια ιστορία τόσο ψυχοφθόρα, όσο και συγκινητική που καρφώνεται στο μυαλό σου με μανία. Άνετα μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που έχω δει ποτέ.

8,5/10

Berberian Sound Studio, του Peter Strickland


O Γκίλντροϊ, ένας αφελής, εσωστρεφής ηχολήπτης από την Αγγλία, αναλαμβάνει τη μίξη του ήχου για την νέα ταινία του μετρ των ιταλικών ταινιών τρόμου, Σαντίνι. Βρίσκεται ξαφνικά από τον αθώο κόσμο των ντοκιμαντέρ τοπικής κλίμακας, σ’ ένα ξένο περιβάλλον που βασίζεται στην εκμετάλλευση, παγιδευμένος σ’ έναν εχθρικό κόσμο πικρόχολων ηθοποιών, εκκεντρικών τεχνικών και πολύπλοκης γραφειοκρατίας.

Απίστευτα ενδιαφέρουσα ταινία που όμως μετά το πέρας της πρώτης ώρας χάνει την μπάλα σε βαθμό ψυχεδέλειας. Όσο υποβλητικά ξεκινάει, τόσο απογοητευτικά καταλήγει. Και είναι κρίμα, γιατί προσεγγίζει ένα ξεχασμένο κομμάτι της κινηματογραφικής βιομηχανίας με έναν ιδιαίτερα απολαυστικό τρόπο. Κανένα sub-plot όμως δεν λειτουργεί και πως να το κάνει άλλωστε αφού η ταινία είναι σα να μην έχει καν βασική πλοκή. Thumbs up όμως για όλες τις σκηνές ντουμπλαρίσματος και μίξης, την ατμοσφαιρική φωτογραφία και την ταινία πίσω από την ταινία που θυμίζει λίγο “Suspiria” (πόσο ταινιάρα το Suspiria τώρα που το θυμήθηκα!).

4/10


Clandestine Childhood, του Benjamin Avila


Αργεντινή, 1979. Μετά από χρόνια εξορίας, ο 12χρονος Χουάν και η οικογένειά του επιστρέφουν στην Αργεντινή με πλαστές ταυτότητες. Οι γονείς του Χουάν και ο θείος του, Μπέτο, είναι μέλη της οργάνωσης Μοντονέρος, που μάχεται ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς που κυβερνά τη χώρα. Οι φίλοι του στο σχολείο και η Μαρία, το κορίτσι που αγαπάει, τον ξέρουν ως Ερνέστο, ένα όνομα που δεν πρέπει να ξεχάσει, αν δεν θέλει να ρισκάρει την επιβίωση της οικογένειάς του.

Αλήθεια, πόσο καλή θα μπορούσε να είναι μια ταινία με πρωταγωνίστρια τη Ναταλία Ορέιρο; Αν και ουσιαστικά ο κύριος λόγος που μας τράβηξε στην προβολή του “Clandestine Childhood” δεν ήταν άλλος από την καλτ τηλεοπτική περσόνα της Μιλάγκρος της Ατίθασης, εν τέλη αυτός ήταν και ο λόγος που θέλεις να βγεις από την αίθουσα. To "Clandestine Childhood" είναι ένα μελόδραμα με φόντο τη δικτατορία στην Αργεντινή και τον αγώνα τον αντικαθεστωτικών. Ή μήπως όχι; To βασικό πρόβλημα της ταινίας είναι ότι δεν ξέρει τι ιστορία θέλει να πει. Σε απλά ελληνικά, τα κάνει μπάχαλο, μπουρδουκλώνοντας την ερωτική ιστορία του πιτσιρικά με τις εξορμήσεις των Μοντονέρος. Σα να μη φτάνει αυτό, οι υπερβολικές ερμηνείες, πρώτα της – σε στιγμές αστείας – Ορέιρο και μετά όλων των άλλων, δεν  αφήνουν και πολλά περιθώρια στο να πάρεις την ιστορία στα σοβαρά και παρά τα διάφορα σκηνοθετικά ευρήματα (με τα όνειρα του μικρού και τη χρήση animation για όλες εκείνες τις σκηνές που απαιτούσαν μεγαλύτερο προϋπολογισμό και περισσότερο αίμα για να γυριστούν), τα ψήγματα χιούμορ και τη χημεία των μικρών πρωταγωνιστών, το αποτέλεσμα παραμένει απογοητευτικό.

4/10


Southwest, του Eduardo Nunes

Σ’ ένα πανδοχείο, μια κοπέλα πεθαίνει στη γέννα. Μια μάγισσα μαία παίρνει το μωρό στην καλύβα της στη μέση μιας λίμνης. Ένα κοριτσάκι το σκάει από την καλύβα ακολουθώντας ένα αγόρι που την έχει ανακαλύψει. Φτάνει στην όχθη, αλλά δεν έχει λέξεις για να συνεννοηθεί με τους άντρες που τη ρωτάνε από πού έρχεται. Ο δρόμος τη βγάζει στο σπίτι μιας οικογένειας που μόλις έχει χάσει τη μεγάλη της κόρη το προηγούμενο βράδυ.

Ω θεοί, τη αργόσυρτο πράγμα ήταν τούτο! Όπως λέει και η επίσημη περίληψη του site του Φεστιβάλ, “η ασπρόμαυρη ταινία του Εντουάρντο Νούνες δεν περιγράφεται εύκολα”. Και ακόμα πιο δύσκολα παρακολουθείτε. Με έναν επιτηδευμένα νωχελικό ρυθμό που παίζει με την υπομονή και τις αντοχές του θεατή, το “Νοτιοδυτικά” μιλάει ουσιαστικά, αλλά όχι περιεκτικά, για τον κύκλο της ζωής. Το κόνσεπτ από μόνο του είναι εξαιρετικό, αλλά θεωρητικά θα μπορούσε να ειπωθεί μέσα σε λιγότερο από τρία τέταρτα. Όταν αντ’ αυτού η ταινία έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δύο ωρών τότε κάτι δεν πάει καλά. Συγχαρητήρια πάντως στον διευθυντή φωτογραφίας Mauro Pinheiro Jr. για τη θαυμάσια δουλειά του.

3,5/10

Papadopoulos & sons, του Marcus Markou

Ο μεγιστάνας Χάρης Παπαδόπουλος, χάνει ξαφνικά ολόκληρη την περιουσία του εκτός από το ξεχασμένο εστιατόριο fish & chips «Τα τρία αδέλφια», που ανήκει εξ ημισείας στον ίδιο και στον αποξενωμένο αδελφό του, Σπύρο. Μαζί με την οικογένεια του (που αποτελείται από μια trash μπουζουκοκόρη, ένα γλυκύτατο σπασικλάκι που από τα δέκα έχει μετοχές στο χρηματιστήριο, έναν τραυλό γιο που έχει πάθος με την κηπουρική (!) και μια τσαούσα γκουβερνάντα) μετακομίσουν στο παραμελημένο διαμέρισμα πάνω από το μαγαζί και θα προσπαθήσουν να αναστήσουν την επιχείρηση.

Σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει το αμιγώς κουλτουρέ του κλίμα, το 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά της την κατά τ’ άλλα συμπαθέστατη κομεντί του Μάρκους Μάρκου, “Papadopoulos & sons”. Η αλήθεια βέβαια είναι πως άμα δεν πρωταγωνιστούσε ο Χωραφάς (ή Κοραφέις άμα σας βολεύει καλύτερα) και ο Στίβεν Ντιλέιν (που έπειτα συνειδητοποίησα ότι έπαιζε και στο “Game of Thrones”) δε θα της είχε δώσει κανείς σημασία. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά δεν έχει και τίποτα το ενδιαφέρον να πει. Δεν είναι καν ιδιαίτερα αστεία. Το άνευρο σενάριο σε συνδυασμό με το κακό μοντάζ κρύβονται πίσω από το υπερβολικά οκνηρό pacing της ταινίας, ενώ δεν βοηθάνε ιδιαίτερα την κατάσταση οι cheesy μελοδραματισμοί και το βαθύτατα κλισέ φινάλε. Τουλάχιστον λυπηρή η βράβευση της με το βραβείο κοινού για καλύτερη ελληνική ταινία.

4/10

Children of Sarajevo, της Aida Begic

H Ραχίμα εργάζεται σε ένα εστιατόριο και προσπαθώντας να βγάλει τα προς το ζην για την ίδια και τον  14χρονο αδερφό της Ντενίμ, που μπλέκει συνεχώς σε καυγάδες. Η ιστορία δύο ορφανών παιδιών στην μεταπολεμική Βοσνία και η πάλη τους για επιβίωση σε μια μεταβατική κοινωνία.

Εξαιρετική θεματολογία αλλά κάπως άκομψη προσέγγιση. Με στυλοβάτη τη δυνατή ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Μαρίζα Πίκιτς και με φόντο ένα Σεράγεβο με ανοιχτές ακόμα τις πληγές από τον πόλεμο (κάθε θόρυβος ηχεί σαν πυροβολισμός στα αυτιά της πρωταγωνίστριας), η Aida Begic παίρνει την κάμερα στο χέρι και ακολουθεί τους χαρακτήρες της στην καθημερινότητά τους. Οι δυσκολίες της Άιντα στη δουλειά, τα προβλήματα που δημιουργεί ο Ντενίμ στο σχολείο, η μεταξύ τους κόντρα, το φλερτ της Άιντα με τον περιπτερά, οι μυστικές εξορμήσεις του Ντενίμ, τα προβλήματα με την πρόνοια, όλα απεικονίζονται με εξαιρετική ρεαλιστικότητα και νεύρο στο πανί. Όσο έντονα σκηνοθετημένο και αν είναι όμως το "Children of Sarajevo" άλλο τόσο αφηρημένο είναι το σενάριο του, που μοιάζει να μην έχει κάποιο συγκεκριμένο στόχο και απλώς αφηγείται στιγμές από την καθημερινότητα των δύο παιδιών, ρίχνοντας την αυλαία χωρίς να κλείνει τον αφηγηματικό του κύκλο και αφήνοντας τον θεατή μετέωρο.

5,5/10

Epilogue, του Amir Manor


Ο μεγάλος νικητής του φετινού Φεστιβάλ ήταν ο “Επίλογος” του Αμίρ Μανόρ, γιατί μπορεί να μην κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο αλλά απέσπασε συνολικά 4 βραβεία: Χάλκινο Αλέξανδρο, βραβείο Κοινού, βραβείο Σεναρίου και ανθρωπιστικό βραβείο. Κεντρικά πρόσωπα της ταινίας, η Χαγιούτα και ο Μπερλ, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Ισραηλινών. Εκπροσωπούν μια γενιά διανοούμενων που οραματίστηκαν ένα καλύτερο αύριο, γύρω τους όμως η κοινωνία φθίνει, όπως φθίνει και το ίδιο τους το σώμα.

Ο “Επίλογος” παρομοιάστηκε αρκετά με την “Αγάπη” του Μικαέλ Χάνεκε. Οι μόνες ουσιαστικές ομοιότητες τους όμως είναι πως έχουν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στο πρωταγωνιστικό δίδυμο, ήρεμους ρυθμούς και σου προκαλούν οξεία κατάθλιψη. Πολύ ευαίσθητη ταινία ο “Επίλογος”, ρομαντική και νοσταλγική, με δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές που σε συγκινούν βαθύτατα με τις απλές αλλά ειλικρινείς ερμηνείες τους (όπως και στην “Αγάπη”, έτσι κι εδώ τα βλέμματα κλέβει η κυρία της υπόθεσης). Από την άλλη βέβαια, η πρώτη ώρα εξελίσσεται αρκετά μονότονα, παρουσιάζοντας την καθημερινότητα του ζευγαριού, αλλά ο θεατής αποζημιώνεται για την υπομονή του όταν φτάσει στο σπαραξικάρδιο φινάλε.

6,5/10

Δες εδώ και το πρώτο μέρος του αφιερώματος, με τις ταινίες από το πρώτο πενθημέρο του 53ου ΦΚΘ.

2 σχόλια:

  1. Μετα τη Λουτσία, No και Lore ήταν από τις ταινίες που ήθελα να δω αλλά δεν μπόρεσα! Α τόσο καλό το αγόρι με το πουλί, είχα ακούσει κυρίω αρνητικά σχόλια! Ακόμα γελάω με το Νοτιοδυτικά, μια χαρά τα λες!! \
    Άντε και του χρόνου να είμαστε καλά! τώρα ραντεβού στο ντοκιμαντέρ! :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. To Lore και που δεν το είδες δεν έχασες τίποτα! Southwest φάση!
    Ναι, το αγόρι ήταν τέλειο, κακά λόγια λένε οι κομπλεξικοί, μην τους δίνεις σημασία! (εκτός αν στο είπε μάνα, αδερφή, θείος, θεία, οπότε το παίρνω πίσω :P )
    Ντοκιμαντέρ δεν είμαι πολύ μεγάλος φαν, αλλά θα έρχομαι για τα πάρτι! :P

    ΑπάντησηΔιαγραφή